- μονογένεια
- (I)η (Α μονογένεια και ιων. τ. μουνογένεια) [μονογενής]νεοελλ.1. βιολ. η μονογονία2. βοτ. φαινόμενο κατά το οποίο φυτά έχουν άνθη ενός μόνο γένουςαρχ.1. ως επίθ. αυτή που δεν έχει αδέλφια, μοναχοκόρη2. ως ουσ. μοναδικότητα.————————(II)ταζωολ. ομοταξία τρηματωδών πλατυελμίνθων στην οποία ανήκουν εξωπαράσιτα ψαριών, αμφιβίων και ερπετών.
Dictionary of Greek. 2013.